γαλατούσα

γαλατούσα
η [γάλα]
1. αυτή που έχει άφθονο γάλα
2. η γαλατόπετρα
3. (επίθ. της Παναγίας) η Γαλατιανή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλατιανός — ή, ό 1. λευκός σαν γάλα, γαλατένιος 2. το θηλ. ως επίθ. «Παναγία η Γαλατιανή (ή Γαλαταριά, Γαλούσα, Γαλατούσα)» εκείνη που δωρίζει άφθονο γάλα στις γυναίκες που θηλάζουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”